μονόσπερμος

μονόσπερμος
-η, -ο
(για καρπό) αυτός που περικλείει ένα μόνο σπέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μονοσπέρματος < μον(ο)-* + σπέρμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διψακίδες — (dipsacaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των ρουβιωδών, που περιλαμβάνει μονοετείς ή διετείς πόες. Τα άνθη τους είναι κόκκινα, γαλάζια, λευκά ή κίτρινα, κυρίως ζυγόμορφα, και αναπτύσσονται κατά κεφάλια ή κατά μασχαλιαίους… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”